- δι-αγκυλέομαι
δι-αγκυλέομαι, = folgdm; τόξον, Hdn. 1, 14; Luc. Iup. conf. 15 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-αγκυλέομαι, = folgdm; τόξον, Hdn. 1, 14; Luc. Iup. conf. 15 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγκυλέομαι — ἀγκυλέομαι (Α) [ἀγκύλη] εξακοντίζω κάτι σαν ακόντιο … Dictionary of Greek