- δια-κεράννῡμι
δια-κεράννῡμι (s. κεράννυμι), durch einander mischen, Philostr. p. 592.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κεράννῡμι (s. κεράννυμι), durch einander mischen, Philostr. p. 592.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διακεκραμέναι — διά κεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc pl διακεκραμένᾱͅ , διά κεράννυμι mix perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκεράσατε — διά κεράννυμι mix aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεράσας — διακεράσᾱς , διά κεράννυμι mix aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) διακερά̱σᾱς , διά κεράω mix pres part act fem acc pl (epic doric) διακερά̱σᾱς , διά κεράω mix pres part act fem gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek
πέρνημι — Α 1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ ἐπέρασσαν τοῡδ ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ. β. «τοῑς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ εἶδον», Ευρ.) 2. πουλώ, εμπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… … Dictionary of Greek