δια-κύπτω

δια-κύπτω

δια-κύπτω, sich durch eine Oeffnung hervorbeugen, hervorgucken; διὰ τῆς γοργύρης, Her. 3, 145; vgl. Ar. Eccl. 930.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κύπτω — (AM κύπτω) κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, σκύβω, καμπουριάζω (α. «έκυπτε, πνίγουσα τους λυγμούς της επί τού λίκνου», Παπαδ. β. «κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας», Πλατ.) νεοελλ. φρ. α) «δεν… …   Dictionary of Greek

  • προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”