- δεξιό-γυιος
δεξιό-γυιος, ἀνήρ, mit geschickten Gliedern, Pind. Ol. 9, 111.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεξιό-γυιος, ἀνήρ, mit geschickten Gliedern, Pind. Ol. 9, 111.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάγγυιος — μελάγγυιος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γυῖον «μέλος τού σώματος» (πρβλ. αγγλαό γυιος, δεξιό γυιος)) … Dictionary of Greek