- δεξιότης
δεξιότης, ητος, ἡ, 1) Gewandtheit, Geschicklichkeit, Klugheit, καὶ σοφίη Her. 8, 124; der ἀμαϑία entgegengesetzt Thuc. 3, 37; vgl. Ar. Equ. 716 Ran. 1007. – 2) = δεξίωσις, καὶ φιλότης Paus. 7, 7, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεξιότης, ητος, ἡ, 1) Gewandtheit, Geschicklichkeit, Klugheit, καὶ σοφίη Her. 8, 124; der ἀμαϑία entgegengesetzt Thuc. 3, 37; vgl. Ar. Equ. 716 Ran. 1007. – 2) = δεξίωσις, καὶ φιλότης Paus. 7, 7, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεξιότης — dexterity fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιότητα — δεξιότης dexterity fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιότητι — δεξιότης dexterity fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιότητος — δεξιότης dexterity fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεξιότητα — η (AM δεξιότης) [δεξιός] η επιδεξιότητα, η ικανότητα σε κάτι αρχ. 1. η εξυπνάδα, η οξύνοια 2. η δεξίωση, η υποδοχή 3. η ευγένεια τών τρόπων 4. η ευτυχία, η ευδαιμονία … Dictionary of Greek
προσκτώμαι — άομαι, ΝΑ [κτῶμαι] 1. αποκτώ κάτι επιπροσθέτως, αυξάνω αυτά που έχω («προσεκτήσατο μεγάλην περιουσίαν», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με πρόσωπα) κερδίζω την εύνοια, παίρνω με το μέρος μου, προσεταιρίζομαι («ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων… … Dictionary of Greek