διαιτήσιμος

διαιτήσιμος

διαιτήσιμος, schiedsrichterlich, Is. bei Poll. 8, 64.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διαιτήσιμος — η, ο (Α διαιτήσιμος, ον) (για διαφορές) αυτός που μπορεί να επιλυθεί με διαιτησία, αυτός που επιδέχεται διαιτησία αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διαιτητή ή στη διαιτησία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η απευθείας παραγωγή τού επιθ. από… …   Dictionary of Greek

  • διαιτήσιμον — διαιτήσιμος belonging to a masc/fem acc sg διαιτήσιμος belonging to a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”