διαιτητής

διαιτητής

διαιτητής, , Schiedsrichter, Her. 5, 95; Plat. Prot. 337 e u. öfter, wie bei Rednern, z. B. Dem. 59, 45. In Athen wurden sie in Privatprocessen entweder von den Parteien od. von Staatswegen durchs Loos bestimmt; die meisten Processe kamen erst, wenn man sich bei ihrer Entscheidung nicht beruhigen wollte, an die eigentl. δικασταί, vgl. Harpocr.; Hudtwalker über die Diäteten; Heffter Athen. Gerichtsverf. p. 277 ff.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διαιτητής — arbitrator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητής — Διευθυντής αθλητικού αγώνα, που επιβλέπει τη διεξαγωγή του ώστε να τηρούνται οι κανονισμοί. Ο δ. έχει, επομένως, το δικαίωμα να τιμωρεί τα σφάλματα και να επικυρώνει το τελικό αποτέλεσμα. Το έργο του δ. βοηθούν πάντα οι αξιωματούχοι του αγώνα (οι …   Dictionary of Greek

  • διαιτητής — ο 1. αυτός που εκλέγεται από τους διαδίκους, για να επιλύσει τη διαφορά τους. 2. αυτός που επιβλέπει σε ένα ομαδικό παιχνίδι, ποδόσφαιρο, καλαθόσφαιρα κτλ. και έργο του είναι η σωστή τήρηση των κανονισμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ДИЭТЕТ —    • Διαιτητής,          третейский или мировой судья. Во избежание дорого обходящихся тяжб пред гражданскими судами гелиастов тяжущиеся стороны в Афинах могли искать решения своих дел у мировых судей или Д. Были и государственные Д.,… …   Реальный словарь классических древностей

  • διαιτηταῖς — διαιτητής arbitrator masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτηταί — διαιτητής arbitrator masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητοῦ — διαιτητής arbitrator masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητῇ — διαιτητής arbitrator masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητήν — διαιτητής arbitrator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαιτητῶν — διαιτητής arbitrator masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СУДОПРОИЗВОДСТВО —    • Iudicium,          процесс.          a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”