- διαιτητικός
διαιτητικός, 1) zur Lebensweise, bes. zur Diät gehörig; ἡ διαιτητική, sc. τέχνη, die Lehre von der Lebensweise in medicinischer Hinsicht, Hippocr. – 2) schiedsrichterlich, λόγος Strab. X p. 461.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαιτητικός, 1) zur Lebensweise, bes. zur Diät gehörig; ἡ διαιτητική, sc. τέχνη, die Lehre von der Lebensweise in medicinischer Hinsicht, Hippocr. – 2) schiedsrichterlich, λόγος Strab. X p. 461.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαιτητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικός — ή, ό (Α διαιτητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή που αναφέρεται στη διαιτησία ή στον διαιτητή 2. ο σχετικός με τη δίαιτα («διαιτητική αγωγή») 3. ο σχετικός με τη διατροφή («η διαιτητική τού ανθρώπου») νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η διαιτητική α)… … Dictionary of Greek
διαιτητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δίαιτα. 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διαιτητή: Τελικά το πρόβλημα ήταν διαιτητικό και όχι του αθλητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαιτητικά — διαιτητικός of neut nom/voc/acc pl διαιτητικά̱ , διαιτητικός of fem nom/voc/acc dual διαιτητικά̱ , διαιτητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικῶν — διαιτητικός of fem gen pl διαιτητικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικόν — διαιτητικός of masc acc sg διαιτητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικοῦ — διαιτητικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικούς — διαιτητικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικῆς — διαιτητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητικῇ — διαιτητικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητική — διαιτητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)