- δι-ακρίβωσις
δι-ακρίβωσις, ἡ, genaue Erörterung. Ptolem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-ακρίβωσις, ἡ, genaue Erörterung. Ptolem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακρίβωσις — ἀκρίβωσις ( εως), η (Α) 1. η ακριβής τήρηση του νόμου 2. η εξακρίβωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. ακριβωτικός] … Dictionary of Greek
ἀκριβώσει — ἀκρίβωσις exact observance fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκριβώσεϊ , ἀκρίβωσις exact observance fem dat sg (epic) ἀκρίβωσις exact observance fem dat sg (attic ionic) ἀκρῑβώσει , ἀκριβόω make exact aor subj act 3rd sg (epic) ἀκρῑβώσει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβώσεις — ἀκρίβωσις exact observance fem nom/voc pl (attic epic) ἀκρίβωσις exact observance fem nom/acc pl (attic) ἀκρῑβώσεις , ἀκριβόω make exact aor subj act 2nd sg (epic) ἀκρῑβώσεις , ἀκριβόω make exact fut ind act 2nd sg ἀ̱κριβώσεις , ἀκριβόω make… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβώ — ἀκριβῶ ( όω) (ΑΜ) 1. ερευνώ προσεκτικά, είμαι βέβαιος, διαπιστώνω, εξακριβώνω 2. (και παθ. και μσν. το μέσ.) ανταποκρίνομαι σε κάτι με ακρίβεια, είμαι ακριβής ή τέλειος αρχ. 1. κάνω κάτι με απόλυτη ακρίβεια, κατασκευάζω κάτι τέλειο 2. τακτοποιώ,… … Dictionary of Greek
ἀκριβώσῃ — ἀκριβώσηι , ἀκρίβωσις exact observance fem dat sg (epic) ἀκριβάζω to be proud fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀκρῑβώσῃ , ἀκριβόω make exact aor subj mid 2nd sg ἀκρῑβώσῃ , ἀκριβόω make exact aor subj act 3rd sg ἀκρῑβώσῃ , ἀκριβόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)