- δια-κρέκω
δια-κρέκω, χέλυν, die Cither schlagen, Leon. Tar. 38 (Plan. 307).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κρέκω, χέλυν, die Cither schlagen, Leon. Tar. 38 (Plan. 307).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek