- δια-κράζω
δια-κράζω (s. κράζω), durch einander schreien; διακεκραγοτες Ar. Av. 307; τινὶ διακεκραγέναι, mit Jemandem um die Wette schreien, Equ. 1400.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-κράζω (s. κράζω), durch einander schreien; διακεκραγοτες Ar. Av. 307; τινὶ διακεκραγέναι, mit Jemandem um die Wette schreien, Equ. 1400.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρύζω — και ῥυζῶ, έω, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) ράζω, γρυλλίζω ή γαβγίζω 2. (για γεράκι) κρώζω, κράζω 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥύζουσι διαμωκῶνται, μισοῡσι, γογγύζουσι» β) «ῥυζῶν πενθῶν διὰ τὸ τοὺς πενθοῡντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek