δια-βόρος

δια-βόρος

δια-βόρος, durchfressend, νόσος δ. πόδα, den Fuß durchfressender Schaden, Soph. Phil. 7; vgl. Tr. 1074. – Pass., διάβορος, zerfressen, πρός τινος, 673.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεόβορος — νεόβορος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ βεβρωμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βορος (< βορά), πρβλ. διά βορος] …   Dictionary of Greek

  • διάβορος — διάβορος, ον (Α) 1. ενεργ. αυτός που κατατρώγει 2. παθ. αυτός που έχει φθαρεί, που έχει υποστεί φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δια + βορος < βορά*] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • May 21 (Eastern Orthodox liturgics) — May 20 Eastern Orthodox Church calendar May 22 All fixed commemorations below celebrated on June 3 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”