- διδυμᾱ-τόκος
διδυμᾱ-τόκος, dor. = διδυμοτόκος, Theocr. 1, 25; Philp. 7 (VI, 99); αἶγες, Ep. ad. 73) (App. 232); auch Longin. 2, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διδυμᾱ-τόκος, dor. = διδυμοτόκος, Theocr. 1, 25; Philp. 7 (VI, 99); αἶγες, Ep. ad. 73) (App. 232); auch Longin. 2, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διδυματόκος — διδυμᾱτόκος , διδυματόκος twin born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμοτόκος — διδυμοτόκος, ον (AM) (Α και διδυματόκος και διδυμητόκος) (απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος). Ο τ. διδυμητόκος χρησιμοποιείται κυρίως στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό… … Dictionary of Greek