διδυμο-τόκος

διδυμο-τόκος

διδυμο-τόκος, Zwillinge gebärend, Arist. H. A. 6, 19; Long. 2, 34.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυελλοτόκος — θυελλοτόκος, ον, (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που παράγει θύελλες, αυτός που προκαλεί θύελλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. διδυμο τόκος, κυμο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • ιπποτόκος — ἱπποτόκος, ον (Α) (για τη Μέδουσα) αυτή που γέννησε ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. διδυμο τόκος, φυλλο τόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”