- παρα-σκήπτω
παρα-σκήπτω, daneben, dabei einbrechen od. einschlagen, vom Blitze, εἴς τι, Luc. Tim. 10; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-σκήπτω, daneben, dabei einbrechen od. einschlagen, vom Blitze, εἴς τι, Luc. Tim. 10; N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατασκήπτω — (Α) 1. (για οργή θεών ή για οιωνό ή για την τύχη κ.λπ.) εφορμώ, επιπίπτω 2. (για αιφνίδια νόσο) προσβάλλω 3. πέφτω επάνω 4. εκλιπαρώ με προσευχές ή ικεσίες 5. (για φήμη) διαδίδομαι 6. φρ. α) «κατασκηφθέντα χωρία» χωριά που χτυπήθηκαν από κεραυνό… … Dictionary of Greek