δι-ανταῖος

δι-ανταῖος

δι-ανταῖος, α, ον, auch 2 Endungen, ὀδύνα, Eur. Ion 766; gerad hindurchgehend, durchdringend, πληγή, Aesch. Spt. 894; D. Sic. 16, 94; auch διανταία allein, Aesch. Ch. 640; βέλος, 184; μοῖρα, das unerbittliche (durchgreifende) Geschick, Eum. 334. – Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀνταῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταῖος — set over against masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανταίος — Μυθολογικό πρόσωπο.Γίγαντας, γιος του Ποσειδώνα και της Γαίας. Βασίλευε στη Λιβύη και προκαλούσε όσους ξένους έφταναν στο βασίλειό του να αγωνιστούν μαζί του (η λέξη ανταίος σημαίνει αντίπαλος). Τους νικούσε όμως όλους, επειδή μόλις έβλεπε πως… …   Dictionary of Greek

  • Ανταίος — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνταῖον — ἀνταῖος set over against masc acc sg ἀνταῖος set over against neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταῖα — ἀνταῖος set over against neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνταῖον — Ἀνταῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνταίοιο — Ἀνταῖος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνταίου — Ἀνταῖος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνταίους — Ἀνταῖος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνταίων — Ἀνταῖος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”