δεματικόν

δεματικόν

δεματικόν, τό, Bündel, Geopon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεματικό — το (Μ δεματικόν) [δέμα] σκοινί, ταινία ή λεπτός κορμός σπάρτου, βρίζας κ.λπ. με τα οποία δένουμε κάτι νεοελλ. δέσμη, δεμάτι κηπευτικού χόρτου («δύο δεματικά μαϊντανό») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”