μαγεῖον

μαγεῖον

μαγεῖον, τό, = ἐκμαγεῖον, Longin. 32, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαγείον — μαγείον, τὸ (Α) [μαγεύς] εκμαγείο («τόν γε μὴν σπλῆνα τῶν ἐντὸς μαγεῑον, ὅθεν πληρούμενος τῶν ἀποκαθαιρομένων μέγας καὶ ὕπουλος αὔξεται», Λογγίν.) …   Dictionary of Greek

  • μαγεῖον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείοις — μαγεῖον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταμαγείον — καταμαγεῑον, τὸ (Α) κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται για καθαρισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαγεῖον (< μάσσω «σκουπίζω, πλάθω»), πρβλ. εκ μαγείον εμ μαγείον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”