μαγεία

μαγεία

μαγεία, , eigtl. die Gelehrsamkeit u. der Gottesdienst der Magier bei den Persern, ϑεῶν ϑεραπεία, Plat. Alc. I, 122 a; Zauberei, Magie, Kunst od. Betrügerei des Magiers, καὶ γοητεῖαι, Plut. superst. 12; nach Schol. Il. 1, 81 ist μαγεία das Anrufen, Beschwören guter Götter zu einem guten Zwecke, γοητεία böser zum bösen Zwecke.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαγεία — μαγείᾱ , μαγεία theology of the Magians fem nom/voc/acc dual μαγείᾱ , μαγεία theology of the Magians fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείᾳ — μαγείᾱͅ , μαγεία theology of the Magians fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • μαγεία — η 1. η τέχνη των αρχαίων μάγων: Η μαγεία ήταν συνηθισμένη στους ανατολικούς λαούς. 2. η χρησιμοποίηση απατηλών μεθόδων για πρόκληση υπερφυσικών δυνάμεων, τα μάγια: Την ενδιαφέρει ό,τι σχετίζεται με τη μαγεία. 3. γοητεία, ευχαρίστηση, ηδονή: Η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγείας — μαγείᾱς , μαγεία theology of the Magians fem acc pl μαγείᾱς , μαγεία theology of the Magians fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείαν — μαγείᾱν , μαγεία theology of the Magians fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγειῶν — μαγεία theology of the Magians fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγεῖαι — μαγεία theology of the Magians fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγείαις — μαγεία theology of the Magians fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • μάγος — Στην αρχαιότητα, το μέλος μιας μηδικής φυλής με βαθιά γνώση της θρησκείας, που επιδιδόταν σε αστρολογικές και μαντικές τεχνικές και χαρακτηριζόταν για τις επιστημονικές του γνώσεις· επίσης, ο ιερέας και σοφός των αρχαίων Περσών που ασχολείτο με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”