- μαγείραινα
μαγείραινα, ἡ, fem. zu μάγειρος, Köchinn, Pherecrat. bei Ath. XIII, 612 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγείραινα, ἡ, fem. zu μάγειρος, Köchinn, Pherecrat. bei Ath. XIII, 612 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγείραινα — μαγείραινα, ἡ (Α) βλ. μάγειρος … Dictionary of Greek
μαγείραιναν — μαγείραινα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek