δεκά-βοιος

δεκά-βοιος

δεκά-βοιος, zehn Rinder werth, Plut. Thes. 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δεκάβοιος — δεκάβοιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει αξία δέκα βοδιών 2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάβοιον νόμισμα που ορίστηκε, όπως αναφέρεται, από τον Θησέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + βοιος < βους (πρβλ. αλφεσίβοιος, εκατόμβοιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”