- μαγγάνα
μαγγάνα, ἡ, ein hölzernes Gefäß zum Wein in Unteritalien, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγγάνα, ἡ, ein hölzernes Gefäß zum Wein in Unteritalien, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγγάνα — μαγγάνᾱ , μαγγάνα wine cask fem nom/voc/acc dual μαγγάνᾱ , μαγγάνα wine cask fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγγάνα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 4 μ., 774 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του ν., 25 χλμ. Ν της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τοπείρου. * * * η (AM μαγγάνα) δοχείο ή βαρέλι οίνου … Dictionary of Greek
μάγγανα — μάγγανον means for charming neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγγάναν — μαγγάνᾱν , μαγγάνα wine cask fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγγάνη — μαγγάνα wine cask fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγγάνην — μαγγάνα wine cask fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγγάνης — μαγγάνα wine cask fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγγάνῃ — μαγγάνα wine cask fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MANGANA — apud Suidam, γαυλὸς οινηρὸν ἀγγεῖον, ἐκ ξύλων κατεςκευασμένον, ἣν Ι᾿ταλοὶ μαγγάναν ὀνομάζουσι, vas estvinarium, e lignis coagmentatum, quod cupam Latini seu vagnam, dixere, item buttin, Salmas. ad Capitolin, in Maximinss. c. 22. Manganum vero… … Hofmann J. Lexicon universale
μαγγανάρης — ο (AM μαγγανάριος, Μ και μαγγανάρις) (στο Βυζάντιο) μηχανικός που κατασκεύαζε τις αμυντικές πολεμικές μηχανές οι οποίες έριχναν βέλη ή πέτρες, τα μάγγανα νεοελλ. 1. αυτός που κατασκευάζει μάγγανα, δηλ. γερανούς 2. αυτός που εργάζεται σε μάγγανο,… … Dictionary of Greek
Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du … Wikipedia