- δεκ-άμφορος
δεκ-άμφορος, zehn Amphoren haltend, Eur. Cycl. 386; Sosith. bei Ath. X, 415 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκ-άμφορος, zehn Amphoren haltend, Eur. Cycl. 386; Sosith. bei Ath. X, 415 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυριάμφορος — μυριάμφορος, ον (Α) μτφ. αυτός που χωρά μυρίους, δέκα χιλιάδες αμφορείς ή που είναι ισοδύναμος με δέκα χιλιάδες αμφορείς (α. «πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον», Αριστοφ. β. «μυριάμφορον μυρίων ἀμφορέων ἄξιον», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)… … Dictionary of Greek