- δεκά-φυιος
δεκά-φυιος, zehnfach, Callim. frg. 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκά-φυιος, zehnfach, Callim. frg. 162.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκάφυιος — δεκάφυιος, ον (Α) ο δεκαπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + φυιος < φυή ή φύος < φύομαι (πρβλ. δίφυιος)] … Dictionary of Greek