- δεκάτευσις
δεκάτευσις, ἡ, die Nehmung des zehnten Theiles, z. B. des zehnten Mannes, Decimirung, Dion. Hal. 1, 24; χρημάτων 1, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκάτευσις, ἡ, die Nehmung des zehnten Theiles, z. B. des zehnten Mannes, Decimirung, Dion. Hal. 1, 24; χρημάτων 1, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκάτευσις — decimation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατεύσει — δεκάτευσις decimation fem nom/voc/acc dual (attic epic) δεκατεύσεϊ , δεκάτευσις decimation fem dat sg (epic) δεκάτευσις decimation fem dat sg (attic ionic) δεκατεύω exact tithe from aor subj act 3rd sg (epic) δεκατεύω exact tithe from fut ind mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκατεύσεις — δεκάτευσις decimation fem nom/voc pl (attic epic) δεκάτευσις decimation fem nom/acc pl (attic) δεκατεύω exact tithe from aor subj act 2nd sg (epic) δεκατεύω exact tithe from fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάτευση — η (AM δεκάτευσις) [δεκατεύω] νεοελλ. ο καθορισμός τού φόρου τής δεκάτης* αρχ. 1. ο αποδεκατισμός 2. στρατιωτική ποινή σε στασιαστές ή λιποτάκτες τού ρωμαϊκού στρατού σύμφωνα με την οποία όριζαν με κλήρο και εκτελούσαν έναν από κάθε δεκάδα … Dictionary of Greek
δεκατεία — η (Α δεκατεία) [δεκατεύω] η δεκάτευσις νεοελλ. η υπηρεσία τού δεκατιστή* … Dictionary of Greek
δεκατεύσεως — δεκατεύσεω̆ς , δεκάτευσις decimation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)