- δεκά-σχημος
δεκά-σχημος, zehn σχήματα habend, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκά-σχημος, zehn σχήματα habend, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάσχημος — η, ο / πεντάσχημος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο υπερβολικά άσχημος αρχ. αυτός που έχει πέντε διαφορετικά σχήματα ή μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δεκά σχημος. Ο τ. με την νεοελλ. σημ. «υπερβολικά άσχημος» < πεντ με επιτ. σημ.… … Dictionary of Greek
τρίσχημος — ον, Α αυτός που εμφανίζεται με τρία σχήματα, τρίμορφος, τριπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δεκά σχημος] … Dictionary of Greek