- δεκά-στεγος
δεκά-στεγος, πύργος, von zehn Stockwerken, Strab. XV p. 730.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκά-στεγος, πύργος, von zehn Stockwerken, Strab. XV p. 730.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίστεγος — ον, Α 1. τριώροφος («στοαὶ τρίστεγοι», Διον. Αλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίστεγον ο τρίτος όροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στεγος (< στέγη), πρβλ. δεκά στεγος] … Dictionary of Greek