- δικάστρια
δικάστρια, ἡ, fem. zu δικαστής, Richterin, Luc. Piscat. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικάστρια, ἡ, fem. zu δικαστής, Richterin, Luc. Piscat. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικαστρίᾳ — δικαστρίᾱͅ , δικάστρια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάστριαν — δικάστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek