παρα-σκοτίζω

παρα-σκοτίζω

παρα-σκοτίζω, verfinstern (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πονοκεφαλιάζω — και πονοκεφαλώ, άω, Ν [πονοκέφαλος] 1. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, ζαλίζω, σκοτίζω («μέ πονοκεφάλιασε με την πολυλογία του») 2. νιώθω πνευματική κούραση από υπερβολική ενασχόληση με κάτι, ζαλίζομαι, σκοτίζομαι 3. παρενοχλούμαι πάρα πολύ από θόρυβο… …   Dictionary of Greek

  • κατασκοτίζω — (AM κατασκοτίζω) καλύπτω με πυκνό σκοτάδι («βαθὺς τὴν κεφαλὴν ζόφος κατασκοτίζει») νεοελλ. σκοτίζω, ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”