- δικο-λέκτης
δικο-λέκτης, ὁ, = δικολόγος; Palld. 137 (X, 48); Ep. ad. 350 (Plan. 313).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικο-λέκτης, ὁ, = δικολόγος; Palld. 137 (X, 48); Ep. ad. 350 (Plan. 313).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρησκολέκτης — θρησκολέκτης, ὁ (Μ) ο ιεροκήρυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. δικο λέκτης, συλ λέκτης) … Dictionary of Greek