- δικο-λύμης
δικο-λύμης, ὁ, nach B. A. p. 35 ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, Sykophant.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικο-λύμης, ὁ, nach B. A. p. 35 ὁ ἐν ταῖς δίκαις λυμαινόμενος, Sykophant.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυολύμης — ἰχθυολύμης, ὁ (Α) (ως κωμ. επίθ. τών Αθηναίων που αγαπούσαν υπερβολικά τα ψάρια) καταστροφέας τών ψαριών («μιαροί,...,ἰχθυολῡμαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + λυμαίνομαι «τροποποιώ, καταστρέφω» (πρβλ. δικο λύμης)] … Dictionary of Greek