- δεκα-έτηρος
δεκα-έτηρος χρόνος, eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκα-έτηρος χρόνος, eine Zeit von 10 Jahren, Plat. Legg. VI, 772 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκαέτηρος — δεκαέτηρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα ετών 2. «χρόνος δεκαέτηρος» διάστημα χρονικό δέκα ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετηρος < έτος (πρβλ. τριέτηρος)] … Dictionary of Greek
πενταέτηρος — και πενθέτηρος, ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών, πενταετής 2. πενταετηρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + έτ ηρος (< ἔτος), πρβλ. δεκα έτηρος] … Dictionary of Greek
δεκέτηρος — δεκέτηρος, ον (Α) ο δεκετηρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + ετ ηρος (πρβλ. τρι έτηρος)] … Dictionary of Greek
πενταετηρίδα — η / πενταετηρίς, ίδος και πεντετηρίς και αιολ. τ. πεμπέτηρις, Α 1. χρονικό διάστημα πέντε χρόνων, η πενταετία 2. η πέμπτη επέτειος ενός σημαντικού γεγονότος 3. η γιορτή που γίνεται με την ευκαιρία τής συμπλήρωσης πέντε χρόνων αρχ. ως επίθ. αυτός… … Dictionary of Greek