- δεινάζω
δεινάζω, = δεινοπαϑέω, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεινάζω, = δεινοπαϑέω, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεινάζω — (Α) [δεινός] βρίσκομαι σε δεινή κατάσταση, αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες … Dictionary of Greek
δεινῶν — δεινάζω to be in straits fut part act masc voc sg δεινάζω to be in straits fut part act neut nom/voc/acc sg δεινάζω to be in straits fut part act masc nom sg (attic epic ionic) δεινός fearful fem gen pl δεινός fearful masc/neut gen pl δεινόω make … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινᾷ — δεινάζω to be in straits fut ind mid 2nd sg (epic) δεινάζω to be in straits fut ind act 3rd sg (epic) δεινός fearful fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινῇ — δεινάζω to be in straits fut ind mid 2nd sg (doric) δεινάζω to be in straits fut ind act 3rd sg (doric) δεινός fearful fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδείναζον — δεινάζω to be in straits imperf ind act 3rd pl δεινάζω to be in straits imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινάζειν — δεινάζω to be in straits pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινάσατο — δεινάζω to be in straits aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινῆς — δεινάζω to be in straits fut ind act 2nd sg (doric) δεινός fearful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινῇς — δεινάζω to be in straits fut ind act 2nd sg (doric) δεινός fearful fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινῶ — δεινάζω to be in straits fut ind act 1st sg (attic epic ionic) δεινός fearful masc/neut gen sg (doric aeolic) δεινόω make terrible pres subj act 1st sg δεινόω make terrible pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεινῶσαι — δεινάζω to be in straits fut part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) δεινόω make terrible aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)