- δι-εξ-οίγνῡμι
δι-εξ-οίγνῡμι, öffnen, Qu. Sm. 13, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-εξ-οίγνῡμι, öffnen, Qu. Sm. 13, 41.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίγνυμι — οἴγνυμι βλ. οίνω … Dictionary of Greek
οἴγνυμι — οἴγνῡμι , οἴγω open pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίγω — οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α) (ποιητ. τ.) 1. ανοίγω («οἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἴγω στόμα» ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο… … Dictionary of Greek
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
Πιθοίγια — Γιορτή στην αρχαία Αθήνα. Τελούταν κατά την ενδέκατη μέρα του Ανθεστηριώνα (15 Φεβρ. 15 Μαρτίου) και αποτελούσε μέρος των Ανθεστηρίων. Στη διάρκειά της, οι οικογενειάρχες θυσίαζαν στον Διόνυσο και δοκίμαζαν το κρασί της νέας σοδειάς από τα… … Dictionary of Greek
διοίγνυμι — και διοιγνύω και διοίγω (Α) [οίγνυμι, οιγνύω, οίγω] 1. ανοίγω κάτι και τό κρατώ ανοιχτό 2. ( μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς … Dictionary of Greek
εξοίγνυμι — ἐξοίγνυμι και ἐξοίγω (Α) ανοίγω, διανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οίγνυμι «ανοίγω»] … Dictionary of Greek
επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… … Dictionary of Greek
εποίγνυμι — ἐποίγνυμι (Α) κλείνω («πᾱσαι [πύλαι] γὰρ ἐπῴχατο», Ομ. Ιλ.]. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίγνυμι «ανοίγω»] … Dictionary of Greek
θυροιγός — θυροιγός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τὰς θύρας ἀνοίγων, θυρωρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + οίγνυμι «ανοίγω»] … Dictionary of Greek
παροίγνυμι — και παροίγω Α ανοίγω κάτι στα πλάγια ή ανοίγω λίγο, μισανοίγω («τίς ὁ καλῶν πύλας παροίξας;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἴγνυμι / οἴγω «ανοίγω»] … Dictionary of Greek