- δεινο-λογέομαι
δεινο-λογέομαι, dep. med., sich laut, heftig beklagen, Her. 1, 44. 4, 62; Plut. Sertor. 6, sequ. εἰ In den VLL. wird ἐδεινολόγουν erkl. ἐσχετλίαζον, δεινὰ πεπονϑέναι ἔλεγον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεινο-λογέομαι, dep. med., sich laut, heftig beklagen, Her. 1, 44. 4, 62; Plut. Sertor. 6, sequ. εἰ In den VLL. wird ἐδεινολόγουν erkl. ἐσχετλίαζον, δεινὰ πεπονϑέναι ἔλεγον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.