- δεινο-βίης
δεινο-βίης, ὁ, schrecklich stark, Orph. Arg. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεινο-βίης, ὁ, schrecklich stark, Orph. Arg. 64.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντοβίης — ό, Α αυτός που καταβάλλει τους πάντες, που νικά τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + βίης (< βία), πρβλ. δεινο βίης] … Dictionary of Greek