- δεινο-πενθής
δεινο-πενθής, ές, heftig klagend, Schol. Il. 24. 721.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεινο-πενθής, ές, heftig klagend, Schol. Il. 24. 721.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοπενθής — ἰσοπενθής, ές (Α) αυτός που έχει ίδιο πένθος, ίδια λύπη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. αβρο πενθής, δεινο πενθής] … Dictionary of Greek