- δεκανία
δεκανία, ἡ, = δεκάς, Arr. Tact.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκανία, ἡ, = δεκάς, Arr. Tact.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκανία — δεκανίᾱ , δεκανία decuria fem nom/voc/acc dual δεκανίᾱ , δεκανία decuria fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκανία — δεκανία, η (AM) [δεκανός] στρατιωτική ομάδα δέκα ανδρών αρχ. 1. το φυλάκιο, το οίκημα για τη στέγαση τής δεκανίας 2. μέτρο ή διαίρεση τής γης («ἀμπέλων δεκανίας») 3. μέτρο χωρητικότητας («δεκανία πυροῡ») … Dictionary of Greek
δεκανίας — δεκανίᾱς , δεκανία decuria fem acc pl δεκανίᾱς , δεκανία decuria fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκανίαν — δεκανίᾱν , δεκανία decuria fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκανίαις — δεκανία decuria fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκανός — δεκανός, ο (AM) μσν. 1. κατώτερος υπάλληλος τής βυζαντινής αυλής με δεκανίκι ως σύμβολο τού λειτουργήματός του 2. εκκλησιαστικό διακόνημα αρχ. 1. υπαξιωματικός επικεφαλής δέκα στρατιωτών 2. αξιωματούχος τής αστυνομίας στην Αίγυπτο 3. δεκανοί, οι… … Dictionary of Greek