- δειδέχατο
δειδέχατο, s. δείκνυμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειδέχατο, s. δείκνυμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειδέχατο — δέχομαι take plup ind mp 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειδέχαθ' — δειδέχαται , δέχομαι take perf ind mp 3rd pl (epic ionic) δειδέχατο , δέχομαι take plup ind mp 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειδέχατ' — δειδέχαται , δέχομαι take perf ind mp 3rd pl (epic ionic) δειδέχατο , δέχομαι take plup ind mp 3rd pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)