- μαγγανεύτρια
μαγγανεύτρια, ἡ, fem. zu μαγγανευτής, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγγανεύτρια, ἡ, fem. zu μαγγανευτής, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαγγανευτρίας — μαγγανευτρίᾱς , μαγγανεύτρια fem acc pl μαγγανευτρίᾱς , μαγγανεύτρια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγγανεύτριαι — μαγγανεύτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγγανευτής — ο, θηλ. μαγγανεύτρια (Α μαγγανευτής, θηλ. μαγγανεύτρια) [μαγγανεύω] 1. αυτός που κάνει μαγγανείες 2. απατεώνας, μάγος … Dictionary of Greek