- δικαιο-λογίζομαι
δικαιο-λογίζομαι, v. l. für -λογέω Luc. Prom. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικαιο-λογίζομαι, v. l. für -λογέω Luc. Prom. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέδω — (Α) 1. άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ («Ἀργείων, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.) 2. προστατεύω 3. (το μέσ.) μέδομαι α) προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή κάτι β) (με γεν.) έχω κάτι στον νου μου, θυμάμαι («πολέμοιο μεδέσθω», Ομ. Ιλ. γ) μηχανώμαι… … Dictionary of Greek