- δικαιο-κρισία
δικαιο-κρισία, ἡ, gerechter Richterspruch, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικαιο-κρισία, ἡ, gerechter Richterspruch, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιοκρισία — καρδιοκρισία, ἡ (Μ) παλμός τής καρδιάς, καρδιοχτύπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κρισία (< κρίτης ή < κριτος < κρίνω), πρβλ. α δια κρισία, δικαιο κρισία] … Dictionary of Greek
κακοκρισία — και κακοκρισιά, η (AM κακοκρισία) κακή και άδικη κρίση («ἀπειρία καὶ κακοκρισία», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κρισία (< κριτος < κρίνω), πρβλ. δικαιο κρισία] … Dictionary of Greek