δικαιο-πρᾱξία

δικαιο-πρᾱξία

δικαιο-πρᾱξία, , dasselbe, Iust. Mart.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευχαριστοπραξία — εὐχαριστοπραξία, ἡ (Μ) η τέλεση τής θείας ευχαριστίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευχαριστοπραξία (αντί τού ορθτ. *ευχαριστιοπραξία) < ευχαριστία + πραξία (< πράξις), πρβλ. α πραξία, δικαιο πραξία] …   Dictionary of Greek

  • ισοπραξία — ἰσοπραξία, ἡ (Μ) ίση, όμοια θέση ή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πραξία (< πράξις), πρβλ. δικαιο πραξία, ευ πραξία] …   Dictionary of Greek

  • καινοπραξία — καινοπραξία, ἡ (Μ) καινοπραγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + πραξία (< πράττω), πρβλ. δικαιο πραξία, κοινο πραξία] …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπραξία — η, ΝΑ το προνόμιο ενός ατόμου να ικανοποιηθεί πρώτο από τους άλλους δικαιούχους από την περιουσία τού οφειλέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πραξία (< πρακτος < πράσσω), πρβλ. δικαιο πραξία] …   Dictionary of Greek

  • ψευδοπραξία — ἡ, Μ διήγηση ανύπαρκτου έργου, αναφορά σε κάτι που δεν έχει συμβεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + πρᾶξις + κατάλ. ία (πρβλ. δικαιο πραξία)] …   Dictionary of Greek

  • κοινοπραξία — Ένωση ατόμων ή επιχειρήσεων, που πραγματοποιείται επειδή οι συμμετέχοντες σε αυτήν κρίνουν ωφέλιμο (ή αναγκάζονται από τις συνθήκες) να επιλύσουν ένα κοινό πρόβλημα αναπτύσσοντας κοινή δραστηριότητα. Οι κ. μπορεί να έχουν πολύ διαφορετικούς… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”