- δικαιότης
δικαιότης, ητος. ἡ, Gerechtigkeit, Plat. Prot. 331 b; Xen. An. 2, 6, 26 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικαιότης, ητος. ἡ, Gerechtigkeit, Plat. Prot. 331 b; Xen. An. 2, 6, 26 u. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικαιότης — δικαιότης, η (Α) [δίκαιος] δικαιοσύνη* … Dictionary of Greek
δικαιότης — fem nom sg δικαιοσύνη righteousness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιότητα — δικαιότης fem acc sg δικαιοσύνη righteousness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιότητι — δικαιότης fem dat sg δικαιοσύνη righteousness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιότητος — δικαιότης fem gen sg δικαιοσύνη righteousness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek