- δικαιωτήριον
δικαιωτήριον, τό, Plat. Phaedr. 249 a, u. ähnl. Stob. Floril. 121, 35, nach VLL, δικαστήριον, κολαστήριον, Strafort, Zuchthaus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικαιωτήριον, τό, Plat. Phaedr. 249 a, u. ähnl. Stob. Floril. 121, 35, nach VLL, δικαστήριον, κολαστήριον, Strafort, Zuchthaus.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικαιωτήριον — δικαιωτήριον, το (AM) τόπος κρίσεως και τιμωρίας, δικαστήριο ειδ. στον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκαιος, αναλογικά προς το δεσμωτήριον] … Dictionary of Greek
δικαιωτήριον — place of punishment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιωτηρίοις — δικαιωτήριον place of punishment neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιωτηρίου — δικαιωτήριον place of punishment neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιωτηρίων — δικαιωτήριον place of punishment neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιωτηρίῳ — δικαιωτήριον place of punishment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιωτήρια — δικαιωτήριον place of punishment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek