- δειματόεις
δειματόεις, εσσα, εν, furchtsam, ἔλαφος Apollonds. 15 (IX, 244).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειματόεις, εσσα, εν, furchtsam, ἔλαφος Apollonds. 15 (IX, 244).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειματόεις — δειματόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος φόβο, περίφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα + (επίθημα) όεις* (πρβλ. αιματόεις, δακρυόεις κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δειματόεις — frightened masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… … Dictionary of Greek