- διεδρία
διεδρία, ἡ, Uneinigkeit, Ggstz von συνεδρία, Ausdruck der Wahrsager, Arist. H. A. 9, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεδρία, ἡ, Uneinigkeit, Ggstz von συνεδρία, Ausdruck der Wahrsager, Arist. H. A. 9, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διεδρία — διεδρία, η (Α) [δίεδρος] (σε οιωνοσκοπία) το να κάθονται τα πουλιά χωριστά, πράγμα που οι μάντεις θεωρούσαν ως κακό σημάδι … Dictionary of Greek