- δικεῖν
δικεῖν, s. ΔΙΚΩ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικεῖν, s. ΔΙΚΩ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικείν — δικεῑν (Α) Ι. (απαρέμφ. αορ.) 1. ρίχνω 2. βάλλω, χτυπώ II. (μτχ. αορ.) δικών, οῡσα, όν αυτός που έρριξε, που χτύπησε. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. έδικον, τού οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη… … Dictionary of Greek
δικεῖν — throw aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικόν — δικεῖν throw aor part act masc voc sg δικεῖν throw aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκε — δικεῖν throw aor imperat act 2nd sg δικεῖν throw aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκετε — δικεῖν throw aor imperat act 2nd pl δικεῖν throw aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκον — δικεῖν throw aor ind act 3rd pl (homeric ionic) δικεῖν throw aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικοῦσα — δικεῖν throw aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικών — δικεῖν throw aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκω — δικεῖν throw aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδίκοντο — δικεῖν throw aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔδικε — δικεῖν throw aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)