- δειελίη
δειελίη, Vesperbrod, Callimach. bei Eustath. Odyss. 17, 599 p. 1832, 62, v. l. δείελον, s. Scholl. Odyss. 17, 599; Buttmann Lexil. 2, 194.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειελίη, Vesperbrod, Callimach. bei Eustath. Odyss. 17, 599 p. 1832, 62, v. l. δείελον, s. Scholl. Odyss. 17, 599; Buttmann Lexil. 2, 194.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δειελίη — δειελίη, η (Α) το δειλινό, το βραδινό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφαλμένη γραφή αντί τού δείελον (βλ. λ. δείελος)] … Dictionary of Greek
δειελίην — δειελίη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείελος — δείελος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δειλινό («δείελον ἦμαρ», «δείελος ὥρη») 2. ως ουσ. α) το δειλινό (α. «ποτὲ δείελον» β. «ὑπὸ δείελον» κατά το δειλινό) β) δειελίη το βραδινό φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ.… … Dictionary of Greek