δι-ειλύομαι

δι-ειλύομαι

δι-ειλύομαι sich herauswinden, entschlüpfen, διειλυσϑεῖσα δόμοιο Ap. Rh. 4, 35.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιλυσπώμαι — ἰλυσπῶμαι, άομαι (Α) έρπω (σαν σκουλήκι ή σαν φίδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < εἰλυσπῶμαι, με ιωτακισμό το ρ. εἰλυσπῶμαι αποτελεί συνδετικό εκφραστικό σύνθ. από εἰλύομαι και σπῶμαι «κουλουριάζομαι σαν σκουλήκι ή σαν ερπετό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”